-
1 пропорциональный
1. (обладающий соразмерностью частей) ανάλογος, αναλογικός 2. мат. ανάλογοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пропорциональный
-
2 пропорциональный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. ανάλογος, σύμμετρος, συμμετρικός, συζυγής• αντίστοιχος•-ое телосложение συμμετρική σωματική διάπλαση•
-ые величины ανάλογα ποσά.
2. αναλογικός•-ое представительство αναλογική αντιπροσώπευση•
-ая избирательная система αναλογικό εκλογικό σύστημα•
-ые выборы εκλογές με αναλογικό σύστημα.
-
3 налог
ο φόρ/οςльготы на - η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαнеоблагаемый - ом αφορολόγητος, χωρίς φορολογική επιβάρυνσηоблагать - ом φορολογώ, επιβάλλω φόροосвобождение от - ов η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > налог
-
4 циркуль
I.(инструмент) о διαβήτης(морской) ναυτικός -, το κο(υ)μπάσοII.астр. о Διαβήτης (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > циркуль